παρατομή

παρατομή
ἡ, Α [παρατέμνω]
1. πλάγια, λοξή τομή σε βράχο, αποκοπή ενός τμήματος του
2. μτφ. τμήμα μιας περιοχής, περιοχή, συνοικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρατομάς — παρατομά̱ς , παρατομή rebate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”